- μελασμα
- μέλασμα-ατος τό1) черное пятно
μελάσμασι κατεστιγμένος Plut. — в черных пятнах или крапинках
2) черная краскаμ. γραμμοτόκον Anth. — черный грифель
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελάσμασι κατεστιγμένος Plut. — в черных пятнах или крапинках
μ. γραμμοτόκον Anth. — черный грифель
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μέλασμα — a black neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλασμα — το (Α μέλασμα) [μελαίνω] μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών αρχ. 1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα 2. στον πληθ. τὰ μελάσματα οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής σελήνης 3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» η στερεά… … Dictionary of Greek
μελασμάτων — μέλασμα a black neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάσμασι — μέλασμα a black neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάσματα — μέλασμα a black neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάσματι — μέλασμα a black neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hyperpigmentierung — Klassifikation nach ICD 10 L81.0 postinflammatorische Hyperpigmentierung L81.1 Chloasma (Melasma) … Deutsch Wikipedia